παραστάσεως

παραστάσεως
παραστάσεω̆ς , παράστασις
putting aside
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… …   Dictionary of Greek

  • δεκαδικός — ή, ό (AM δεκαδικός, ή, όν) [δεκάς] αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στη δεκάδα ή αποτελείται από δεκάδες νεοελλ. φρ. 1. «δεκαδικός αριθμός» αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και δεκαδικό κλάσμα, κλάσμα δηλ. το οποίο παριστάνει ένα ορισμένο πλήθος …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… …   Dictionary of Greek

  • δικολάβος — Πρόσωπο που ασκεί δικηγορικά καθήκοντα χωρίς να έχει τα νόμιμα προσόντα δικηγόρου. Βλ. λ. δικηγόρος· δίκη. * * * ο (Μ δικολάβος) αυτός που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τής δίκης νεοελλ. 1. πρακτικός δικηγόρος (χωρίς δίπλωμα) που έχει δικαίωμα… …   Dictionary of Greek

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • κυματογράφος — και κυμογράφος, ο ιατρ. συσκευή μηχανικής καταγραφής και παραστάσεως τών ρυθμικών κινήσεων τής καρδιάς, τού σφυγμού, τής αναπνοής κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • Λορεντζέτι — (Lorenzetti). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών ζωγράφων. 1. Αμπρότζιο (Ambrogio, Σιένα, περ. 1290 – 1348;). Εργάστηκε στη Φλωρεντία και στη Σιένα από το 1319 έως το τέλος της ζωής του, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του αδελφού του Πιέτρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”